- ὑπεξάπτω
- ὑπεξ-άπτω,A kindle secretly or gradually,
τινὶ πόθον τινός Ael.NA14.20
:—[voice] Pass.,ὑ. ἐκ τοῦ οἴνου Id.VH14.41
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τινὶ πόθον τινός Ael.NA14.20
:—[voice] Pass.,ὑ. ἐκ τοῦ οἴνου Id.VH14.41
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπεξάπτω — Α [ἐξάπτω] εξάπτω λίγο ή κρυφά («ἀλλὰ καὶ ἐκ τοῡ οἴνου... ὑπεξαπτόμενος ἐγίνετο φονικώτερος», Αιλ.) … Dictionary of Greek